- ὁμόπλοκον
- ὁμόπλοκοςinterlacedmasc/fem acc sgὁμόπλοκοςinterlacedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόπλοκος — ὁμόπλοκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.) 2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek